- ουρανοφάντωρ
- ο (ΑΜ οὐρανοφάντωρ, -ορος)(ως προσωνυμία τού Μεγάλου Βασιλείου) αυτός που εκπέμπει λάμψη η οποία φτάνει ώς τον ουρανό ή αυτός που αποκαλύπτει τα ουράνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + φάντωρ (< φαίνω), πρβλ. ιερο-φάντωρ].
Dictionary of Greek. 2013.